Ήταν μια φορά, θα πουν οι ψαλτάδες μας, ένας Εβραίος χωρίς όνομα που τον έλεγαν Αρχιβάλδη Ραποπόρ. Γεννήθηκε το 1943 σε μια μικρή πόλη του νότου, πέντε μέρες μετά το θάνατο του πατέρα του που είχε πεθάνει στη λαιμητόμο εξαιτίας μιας αντιφασιστικής ενέργειας που του είχαν αποδώσει. Και οι μαμές είπαν μετά, με φρίκη, για το σκληρό χαμόγελο που σημάδευε το πρόσωπό του σαν τον ξερίζωναν από τα σπλάχνα της μάνας του. Είπαν ακόμα οι μυστικοπαθείς χωρικές πως δεν έβγαλε την παραμικρή κραυγή, έτσι όπως το απαιτεί η πανάρχαια τελετή του ερχομού στον κόσμο, μα πως φάνηκε αντίθετα να χαίρεται το χωρισμό του από το μητρικό πλακούντα, σαν έκαψαν το σάρκινο κορδόνι που φυσικά τον ένωνε.